-
1 συναναστροφή
[синанастрофи] ουσ. Θ. общение, знакомство, общество, компания,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναναστροφή
-
2 общение
общение с η επαφή, η συναναστροφή* личное \общение η προσωπική επαφή* * *сη επαφή, η συναναστροφήли́чное обще́ние — η προσωπική επαφή
-
3 компания
компан||ияж1. ἡ συντροφιά, ἡ συναναστροφή, ἡ παρέα:веселая \компания ἡ εὐθυμη παρέα· составить \компанияию κάνω παρέα, κάνω συντροφιά·2. (товарищество) ἡ ἐταιρία· ◊ водить \компанияию с кем-л. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα κάποιον· за \компанияию γιά παρέα, γιά συντροφιά. -
4 общество
обществ||ос1. ἡ κοινωνία:коммунистическое \общество ἡ κομμουνιστική κοινωνία· бесклассовое \общество ἡ ἀταξική κοινωνία·2. (компания) ἡ συντροφιά, ἡ συναναστροφή, ἡ παρέα:в \обществое кого-л. μαζύ μέ κάποιον, παρέα (или συντροφιά) μέ κάποιον3. (организация) ὁ σύνδεσμος, ὁ σύλλογος, ἡ ἐταιρεία:научное \общество ἡ ἐπιστημονική ἐταιρεία· спортивное \общество ὁ ἀθλητικός σύλλογος· греко-советское \общество ὁ ἐλληνοσοβιετικός σύνδεσμος· акционерное \общество ἡ μετοχική (или ἡ ἀνώνυμος) ἐταιρεία·4. (дворянское и т. п.) уст. οἱ κύκλοι, ἡ ἀριστοκρατία. -
5 общение
-я ουδ.επικοινωνία, επαφή, σχέση, συναναστροφή συνάφεια•тесное общение στενή σχέση•
общение с людми επικοινωνία με τους ανθρώπους (κοινωνικότητα)•
личное общение προσωπική επαφή•
непосредственное общение άμεση επαφή.
См. также в других словарях:
συναναστροφῇ — συναναστροφή living with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφή — living with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» … Dictionary of Greek
συναναστροφή — η στενή κοινωνική επαφή: Δεν προσέχει τις συναναστροφές του. – Κέρδισε πολλά από τη συναναστροφή του μ αυτόν το νέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναναστροφαῖς — συναναστροφή living with fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφαί — συναναστροφή living with fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφῆς — συναναστροφή living with fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφήν — συναναστροφή living with fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομιλία — κακομιλία, ἡ (Α) κακή συναναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ὁμιλία «συναναστροφή»] … Dictionary of Greek
προσομιλητικός — ή, όν, Α [προσομιλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία* ή ο αρμόδιος για συναναστροφή 2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής συναναστροφής με τους άλλους… … Dictionary of Greek
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek